- σταλουργός
- στᾱλουργός, όν, [dialect] Dor. for στηλ-,A with a στήλη or gravestone,
τύμβος AP7.423
(Antip. Sid.); but [full] σταλοῦχος is prob. l., cf. στηλοῦχος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τύμβος AP7.423
(Antip. Sid.); but [full] σταλοῦχος is prob. l., cf. στηλοῦχος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταλουργός — όν, Α φρ. «σταλουργὸς τύμβος» τάφος με επιτύμβια στήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάλα δωρ. τ. τού στήλη + ουργός (< ἔργον*)] … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
στηλουργός — όν, Α βλ. σταλουργός … Dictionary of Greek